Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελευθεροτυπία 26 Απρ. 2009


Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελευθεροτυπία της Κυριακής 26 Απριλίου 2009.

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Τί οσμή έφτανε από το Παρίσι στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1967; Τι μυρίζει Ε; ΤΙ ΜΥ-ΡΙ-ΖΕΙ ΡΕ;

Γράφει ο Κώστας Μητρόπουλος, ο περίφημος γελοιογράφος ΤΩΝ ΝΕΩΝ, για τα σκίτσα του, που άφησαν ιστορία, και τις περιπέτειες του με τους απριλιανούς λογοκριτές σε αφιέρωμα των ΝΕΩΝ, πριν δυο χρόνια, για τα σαράντα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Είχαν ανοίξει τα καινούργια κρασιά στις ταβέρνες. Έκανα μια σειρά από ταβερνόβιους. Σ’ ένα σκίτσο απ’ αυτά είχα μια μαμά που μάζευε τον αχαΐρευτο γιο της από το κουτούκι της γειτονιάς.
Αυτός είχε χωθεί κάτω απ’ το τραπέζι αλλά φαίνονταν τα πόδια του.
Η μαμά τα είχε δει και του φώναζε.
--Θοδωράκη, βγες έξω!
Χαρά στο εύρημα, βέβαια.
Την άλλη μέρα σπάσανε τα τηλέφωνα!
--Μπράβο, μπράβο, συγχαρητήρια!
--Για ποιο λόγο;
--Για το σημερινό σκίτσο!
--Το σκίτσο, τι;
--Ελάτε τώρα! Όλος ο κόσμος κατάλαβε ότι λέτε! Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη! Έπεσε κεραυνός!
Εγώ μισοπεθαμένος – είχαμε και μικρό παιδί τότε – σούρθηκα μέχρι «ΤΑ ΝΕΑ» όπου με κοιτούσαν σαν ούφο!
Ο Νίτσος (ο Διευθυντής των ΝΕΩΝ) είχε νευριάσει.
--Γιατί δεν μου είπες, τι θα έκανες με ρώτησε.
Εξηγούσα ότι έγινε τυχαία. Ότι έγραψα Θοδωράκη αντί για Θανασάκη, Γιωργάκη ή Νικολάκη εντελώς συμπτωματικά.
Κανένας δεν με πίστευε!
Φάγαμε ένα φοβερό κατσάδιασμα από τη Γραμματεία Τύπου της χούντας, αλλά επειδή κι αυτοί είχαν μπλέξει με τους ανωτέρους τους, το πράγμα έμεινε εκεί. Ο Νίτσος όμως το’ πιασε.
--Πότε - πότε κάνε κάνα τέτοιο, αλλά λέγε το! Μου πρότεινε.
Σκίτσα δισυπόστατα όμως δύσκολα περνάγανε από τους αξιωματικούς.
Τα Σαββατοκύριακα όμως όταν αυτοί την κάνανε, αφήνανε φαντάρους στην υπηρεσία και τότε όλο και κάτι γινόταν.
Πέρασε ο καιρός με λιγότερες ή περισσότερες αγριάδες αλλά το μεγάλο καλαμπούρι έγινε με το σκίτσο του Ποέρ, το καλοκαίρι του ΄69.
Ο Ποέρ ήταν πρόεδρος Δημοκρατίας στη Γαλλία και είχε πει ότι οι Γκωλικοί μύριζαν φασισμό! Έκανα ένα σκίτσο στο οποίο δυο άτομα σχολίαζαν με αφέλεια.
--Ε, βέβαια, μέχρι εδώ μυρίζει!
Τότε στην λογοκρισία ήταν ένας βαθμοφόρος αθυρόστομος και βαρύς. Τηλεφώνησε στην εφημερίδα πρωί πρωί ο ίδιος!
--Στείλτε μου αυτόν τον εξυπνάκια, εδώ.
Πήγα Ζαλοκώστα με άσχημα προαισθήματα. Έρημος διάδρομος. Στο βάθος το καφενείο, σε μια τρύπα. Περίμενα όρθιος μισή ώρα. Ανοίγει μια πόρτα, ένας φαντάρος μου κάνει νόημα.
Μπαίνω σ’ ένα τεράστιο, μισοσκότεινο δωμάτιο. Στο γραφείο ένας τύπος σκέτος Χάρος. Απόλυτη σιωπή για δύο λεπτά. Κρατά την εφημερίδα στα χέρια, δείχνει τη γελοιογραφία και αρχίζει να ουρλιάζει. Με μια φωνή καμπάνα.
--Τι μυρίζει μέχρι εδώ ρε; Ρωτάω ρε, τι μυρίζει; ΤΙ ΜΥ-ΡΙ-ΖΕΙ, ΡΕ;
Και τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπάζει το κεφάλι του ο καφετζής και λέει:
--Ο καφές κύριε ταγματάρχα! Μου φούσκωσε και χύθηκε! Πράγματι, ο όροφος μύριζε καφέ. Έγινε το σώσε!
Έπεσε ένα υστερικό γέλιο που περιλάμβανε και τον ταγματάρχη.
--Άντε στο διάολο ρε μαλάκα! Λέει στον καφετζή και μετά γυρίζει και σε μένα.
--Και συ ρε! Αντέστε στο διάολο όλοι σας!
Βέβαια, έγινα καπνός.

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε!

Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα, ελθούσαι, αλείψωσι τον Ιησούν.
Και λίαν πρωί της μια σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου.
Και έλεγον προς εαυτάς Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;
Και αναβλέψασαι, θεωρούσιν ότι αποκεκύλισαι ο λίθος Ην γαρ μέγας σφόδρα Και εισελθούσαι εις το μνημείον, είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξαθαμβήθησαν.
Ο δε λέγει αυταίς Μη εκθαμβείσθε Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν.
Και εξελθούσαι ταχύ, έφυγον από του μνημείου Είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον Εφοβούντο γαρ.

Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήαμσι ζωήν χαρισάμενος.
Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου οι μισούντες αυτόν.
Ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός.
Ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του θεού και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν.
Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή.
Αναστάσεως ημέρα! Λαμπρυνθώμεν λαοί Πάσχα κυρίου πάσχα.
Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας.


Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Άξιον εστί μεγαλύνεις σε τον ζωοδότη.

Μεγάλη Παρασκευή Πρωϊ

Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δυο από άνωθεν έως κάτω Και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν αυτού, εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς.
Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες αληθώς Θεού Υιός ην ούτος.
Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας, διακονούσαι αυτώ Εν αις ην Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή Μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου.

Οι νομοθέται του Ισραήλ, Ιουδαίοι και Φαρισαίοι, ο χορός των αποστόλων βοά προς υμάς Ιδε Ναός, ον υμείς ελύσατε Ιδε Αμνός, ον υμείς εσταυρώσατε, τάφω παρεδώκατε αλλ’ εξουσία εαυτού ανέστη.
Μη πλανάσθε, Ιουδαίοι Αυτός γαρ εστιν ο εν θαλάσση σώσας και εν ερήμω θρέψας Ούτος εστιν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου.

Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού. Ούτος προσελθών τω Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού.
Τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα.
Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ, ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω, ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου, απήλθεν.

Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας Τα Εγκώμια



Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο συγκατάβασι δοξάζουσι την σην.
Η ζωή, πως θνήσκεις; Πως και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε, Ιησού Βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου, δι ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γης ο στήσας εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον, εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου, Βασιλεύ του παντός, τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας; Η το γένος απολύσαι των βροτών;
Ο Δεσπότης όλων καθοράται νεκρός, και εν μνήματι καινώ κατατίθεται ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων ως κακούργος, Χριστέ, ελογίσθης, δικαιών ημάς άπαντας κακουργίας του αρχαίου πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραϊσας του παντός.

Άξιον εστι μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Άξιον εστι μεαλύνειν σε τον πάντων Κτίστην Τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Δήσαντες αυτόν απήγαγον και παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τω ηγεμόνι.

Μεγάλη Πέμπτη Πρωϊ
(εκ του κατά Ματθαίον)
Τότε έρχεται μετ΄ αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεσθημανή, και λέγει τοις μαθηταίς καθήσατε αυτού, έως ου απελθών προσεύξωμαι εκεί.
Και παραλαβών τον Πέτρον και τους δυο υιούς Ζεβεδαίου, ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν.
Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού.
Και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού, προσευχόμενος και λέγων Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.
Ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν. Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσήχευτο εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γήν.
Και αναστάς από της προσευχής, έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω Πέτρω ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού!
Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής.
Πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων Πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ εμού εάν μη αυτό πίω, γεννηθήτω το θέλημά σου.
……………………….
Εγείρεσθε, άγωμεν, Ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με. Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας εις εκ των δώδεκα ήλθε και μετ’ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων από των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού.
Ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων ον αν φιλήσω, αυτός εστί κρατήσατε αυτόν.
Και ευθέως προσελθών τω Ιησού είπε Χαίρε ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν ο δε Ιησούς είπεν αυτώ Εταίρε εφ ω πάρει. (Φίλε προχώρει εις εκείνο δια το οποίο είσαι εδώ)
Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον ιησούν και εκράτησαν αυτόν.
Και ιδού, εις των μετά Ιησού εκτείνας την χείρα απέσπασε την μάχαιραν αυτού και πατάξας τον δούλον του αρχιερέως αφείλεν αυτού το ωτίον.
Τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς Απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής Πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται.
……………….
Εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς τοις όχλοις Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με; Καθ’ ημέραν προς υμάς εκαθεζόμην διδάσκων εν τω ιερώ, και ουκ εκρατήσατέ με. Τούτο δε γέγονεν, ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών.
………………
Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά Ιησού όπως θανατώσωσιν αυτόν και ουχ εύρον. Και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων ουχ εύρον. Ύστερον δε προσελθόντες δυο ψευδομάρτυρες είπον Ούτος έφη Δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν. Και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ Ουδέν αποκρίνη; Τι ούτοι σου καταμαρτηρούσιν;
Ο δε Ιησούς εσιώπα. Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης Ει συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού.
Λέγει αυτώ ο Ιησούς Συ είπας Πλην λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.
Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;
………………
Και δήσαντες αυτόν απήγαγον και παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τω ηγεμόνι.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς το πως ανέλωσι τον Ιησούν, εφοβούντο γαρ τον λαόν.


Μεγάλη Τετάρτη Εσπέρας

Τροπάριο
Ότε οι ένδοξοι μαθηταί, εν τω νηπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, εσκοτίζετο και ανόμοις λριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι.
Βλέπε, χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον, φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν.
Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε δόξα σοι.





Ευαγγέλιον (εκ του κατά Λουκάν)
Τω καιρώ εκείνω ήγγιζεν η εορτή των αζύμων, η λεγομένη πάσχα. Και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς το πώς ανέλωσι τον Ιησούν, εφοβούντο γαρ τον λαόν.
Εισήλθεν δε ο Σατανάς εις Ιούδαν τον επικαλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ του αριθμού των δώδεκα και απελθών συνελάλησε τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και στρατηγοίς το πώς παραδώ αυτοίς.
Και εχάρησαν και συνέθεντο αυτώ αργύρια δούναι. Και εξωμολόγησε, και εζήτει ευκαιρίαν του παραδούναι αυτόν αυτοίς άτερ όχλου.
Ήλθε δε η ημέρα των αζύμων, εν η έδει θύεσθαι το πάσχα και απέστειλε Πέτρον και Ιωάννην, ειπών Πορευθέντες, ετοιμάσατε ημίν το πάσχα, ίνα φάγωμεν. Οι δε είπον αυτώ, που θέλεις ετοιμάσωμεν;
Ο δε είπεν αυτοίς, Ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν, συναντήσει υμίν άνθρωπος, κεράμιον ύδατος βαστάζων, Ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ου εισπορεύεται, και ερείτε τω οικοδεσπότη της οικίας, Λέγει σοι ο Διδάσκαλος που έστι το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω;
Κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον, εκεί ετοιμάσατε.
Απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς και ητοίμασαν το Πάσχα.
….τούτο το ποτήριον, η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον.Πλην ιδού η χειρ του παραδιδόντος με μετ’ εμού επί της τραπέζης

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ένα ποίημα του Γιοσέφ Ελιγιά.

ΙΗΣΟΥΣ

Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας

βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι’ άγρια μίση

να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας

ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.


Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου

πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες!

πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου:

δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι’ οι Σταυρωτήδες.


Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι’ ο στερνός Εσταυρωμένος

γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου

κι’ όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος :

Είσαι, δεν είσαι γυιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...

Αθήνα, 1929

(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα e giannena)


Γράφει ο Πέτρος Αποστολίδης στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ 1900-1969
για τον Γιοσέφ Ελιγιά.

....Τον πρωτογνώρισα στο κρατητήριο. Τον είχαν βάλει στην αρχή στο υπόγειο και ύστερα από ενέργειες του Κωσταντινίδη τον ανέβασαν στο υποφερτό δωμάτιο μαζί μας.
Ανάστημα μέτριο, κάπως παχουλός, πρόσωπο συμπαθητικό, μυωπία ούτε ξέρω πόσων διοπτριών, τα γυαλιά του χοντροί φακοί.
Κάποια μέρα, στη μέση της οδού Αβέρωφ, κάποιος μπράβος τον χτύπησε στο πρόσωπο και του έσπασε τα γυαλιά, όταν τον ρωτήσαμε αν είδε εκείνον που τον χτύπησε, είπε όχι, δεν έβλεπε είκοσι πόντους μακρύτερα απ’ τη μύτη του.
Εντελώς τυχαία, το Σεπτέμβριο του 1981, ο γιός μου Τάτσης συζητώντας με τον Κώστα Φρόντζο, Πρόεδρο της Εταιρίας Ηπειρωτικών μελετών, για τον Γιοσέφ, άκουσε τούτο: «Τον θυμάμαι, τον καημένο, στην οδό Αβέρωφ, είδαμε και πάθαμε να τον βγάλουμε από τα χέρια του Γιωργουλάκη».

Ο μπράβος λοιπόν ήταν ο τότε υπασπιστής του Φρουραρχείου Γιωργουλάκης.
Στο ντύσιμό του ήταν ασουλούπωτος, σακάκι, πανταλόνι και πανωφόρι κρέμονταν απάνω του, προφανώς ήταν ξένα. Ζούσε με τη γριά μάνα του με μηδαμινούς πόρους.
Τέλειωσε το εβραϊκό σχολειό, την Αλιάνς, αριστούχος –όλα τα μαθήματα διδάσκοταν στη γαλλική – και διορίστηκε δάσκαλος εκεί με μικρό μισθό.
Ο Σαμπεθάι Καμπελής, ο πλουσιότερος τότε έμπορος στα Γιάννενα, εγγράμματος και πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας και των Σιωνιστών, τον προσέλαβε γραμματέα στην οργάνωση και όπως τον έβλεπε εργατικό, τον προόριζε για μελλοντικό του διάδοχο στην προεδρία. Αυτός όμως, πνεύμα φιλελεύθερο κι ανήσυχο, γρήγορα διαφώνησε με τις υπερσοβινιστικές τους ιδέες και αποσύρθηκε.

Ήταν η αρχή της δυσμένειας που εξελίχθη και σε καταδίωξη.
Του Γιοσέφ ήταν και με την υπογραφή του τα ποιήματα, δικά του και μεταφρασμένα, που δημοσιεύονταν στον «Νέον Αγώνα» και γι’ αυτό δέχτηκε τη γροθιά στο πρόσωπο. Ένα από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, μου θύμιζε κάπως και τη δική μου αιχμαλωσία στην Τουρκία. «Καθίσαμε στην όχθη στο ποτάμι κάτω από τις ιτιές, θυμηθήκαμε τη Σιών, ξεκρεμάσαμε τις λύρες μας, τραγουδήσαμε και κλάψαμε για τη χαμένη Σιών.»
Ένα άλλο δικό του που άρχιζε:
«Φαρισαίοι, σκυφτοί προσευχηθείτε,
το βιός είναι καλά σιγουρεμένο…»
-Πως το εμπνεύστηκες αυτό, μωρέ Γιοσέφ;, τον ρωτώ.
- Από τη Συναγωγή. Βλέπεις εκεί όλους αυτούς τους Μπατήσιδες, τους Καμπελήδες, τους Μαρκάδους και τους άλλους σπεκουλάντες, που ολημερίς κατακλέβουν τον κόσμο στο παζάρι, να κάθονται εδώ σκυφτοί και τάχα συντριμμένοι και με μια πετσέτα στο λαιμό και στο κεφάλι να κουνιούνται μπρος πίσω στο ρυθμό των ύμνων.
Ήταν αγαθότατος και απλούστατος στα φερσίματά του.

Καμιά επίδειξη και περηφάνια, μόλο που ήταν φανερή η μεγάλη του μόρφωση και η ικανότητα του.
Από το λιτότατο φαγητό που του’ φερνε η μάνα του στο κρατητήριο, αν και σίγουρα θα φρόντιζε η καημένη να του φκιάξει κάτι το εκλεκτό, φιανόταν η μεγάλη τους φτώχεια.
Ερχόταν καμιά φορά συζήτηση σχετικά με τα κηρύγματα του Χριστού κι εμείς σ΄εκείνο «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι….» αντιδρούσαμε, επενέβαινε ο Γιοσέφ:
--Σε μένα η προσωπικότητα του Χριστού είναι εξαιρετικά συμπαθής. Όταν ένας τόσο νέος άνθρωπος προσφέρει αδιαμαρτύρητα τη ζωή του για τις ιδέες του, αυτός είναι πραγματικός, είναι αγνός επαναστάτης, τον θαυμάζω.
Είναι γνωστό το ωραίο ποίημά του:
«Δεν ξέρω αν είσαι γιός Θεού,
αλλά είσαι Θεός του πόνου»

Ύστερα από τον θάνατό του, μια ομάδα διανοούμενοι νεαροί Εβραίοι έβγαλαν μια συλλογή με ποιήματά του. Δεν υπήρχε όμως εκεί κανένα από τα επαναστατικά του ποιήματα. Τα παιδιά φοβήθηκαν να τα βάλουν στη συλλογή, αλλά ούτε μια άλλη που βγήκε αργότερα είχε κανένα. Χαθήκαν;
Ο Γιοσέφ μέχρι το θάνατό του ήταν προοδευτικός, αριστερός. Για να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο του Κιλκίς, άκουσα ότι αναγκάστηκε να κάνει κάποια αβαρία. Βρισκόταν τότε μαζί με τη μάνα του εντελώς στο δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Έστειλε τότε ένα γράμμα στους φίλους του και τους έγραφε : «Θέλω να ξέρετε ότι η ψυχή μου είναι πάντα μαζί σας».
Κι ένα δικό του: Είχε επιβληθεί δια νόμου η Κυριακή αργία.

Πριν οι χριστιανοί είχαν αργία την Κυριακή και οι Εβραίοι το Σάββατο. Τις Κυριακές όμως οι Εβραίοι έκανα περισσότερη δουλειά, τότε ευκαιρούσαν οι χωρικοί κι έρχονταν για ψώνια στην πόλη.
Με το νέο μέτρο οι Εβραίοι μαγαζάτορες δυσανασχετούσαν και γκρίνιαζαν, έχαναν τον τζίρο της Κυριακής, αλλά είχαν και αργία το Σάββατο.
Ο πρώτος Εβραίος έμπορος που άνοιξε το Σάββατο ήταν κάποιος Κοφίνας, που είχε μεγάλο κατάστημα ψιλικών. Μαζεύτηκε τότε έξω από το κατάστημά του όλη η Οβριακή, να φωνάζουν, να τον απειλούν και να τον βρίζουν.

Βγήκε κι εκείνος στην πόρτα και τους λέει: «Αν πληρώνετε εσείς τα γραμμάτια μου, τότε κλείνω κι εγώ το Σάββατο». Καμιά φορά σταμάτησαν και γύρισαν προς τα σπίτια τους. Έτυχε να περνάει κι ο Γιοσέφ απ΄ εκεί και μπερδεύτηκε μαζί τους. Τους ρωτάει:
-Μωρέ, δε μου λέτε, γιατί οι Ρωμιοί γιορτάζουν την Κυριακή;
-Να για το Χριστό τους.
-Κι αυτός ο Χριστός ήταν Ρωμιός;
-Όχι, Εβραίος ήταν.
-Ε, τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί φωνάζετε. Αντί να το θεωρείτε τιμή σας που αυτοί οι ξένοι τιμούν τόσο έναν Εβραίο ώστε κρατούν αργία μια μέρα τη βδομάδα, διαμαρτύρεστε κιόλας…
Από τότε οι Εβραίοι έμποροι δεν ήθελαν να τον δουν. Τον καταδίωξαν σκληρά και για τα τσουχτερά του λόγια, αλλά και γιατί φοβόντουσαν μην τους χαρακτηρίσουν κι αυτούς κομμουνιστές, επειδή ήταν ομόφυλοί του.
Τον έπαψαν από δάσκαλο στην «Αλιάνς». Λίγες ιδιωτικές παραδόσεις που είχε στα σπίτια σε παιδιά Εβραίων αλλά και χριστιανών, τις έκοψαν κι αυτές. Τον στέρησαν έτσι από κάθε πόρο ζωής.
Πήρε τη γριά μάνα του κι έφυγε στην Αθήνα. Ο Μάρκος Αυγέρης και άλλοι διανοούμενοι και λογοτέχνες, που εκτιμούσαν την αξία του, τον βοήθησαν και κατάφεραν να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο Κιλκίς. Εκεί αρρώστησε από τύφο, τον μετάφεραν βαριά άρρωστο στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα και πέθανε.

Σχετικά: 1) Εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών.
2) Γιοσέφ Ελιγιά στο Πολιτικό Καφενείο.

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Ο Λάζαρος, τα λαζαρούδια στο Παλαιοχώρι Συρράκου.

Το Πάσχα έφθανε στο Παλαιοχώρι μαζί με τη πρώτη άνοιξη. Οι διακοπές του Πάσχα άρχιζαν το Σάββατο του Λαζάρου. Αυτή η τελευταία μέρα ήταν μέρα χαράς και περιπέτειας ταυτόχρονα. Ηταν προανάκρουσμα Λαμπρής. Τα παιδιά έπρεπε κατά το έθιμο να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.
Η μέρα αυτή ήταν η τελευταία μιας προσπάθειας που είχε αρχίσει δύο ή και τρείς εβδομάδες νωρίτερα.
Πρώτα έπρεπε να βρεθεί ο σύντροφος. Κατάλληλος σύντροφος θεωρούνταν εκείνος που μπορούσε να εξασφαλίσει κυπριά στο δίδυμο. Οποιος τα είχε, εύκολα εύρισκε παρέα. Μετά απαιτούνταν μια πλατιά ορθογώνια σανίδα από την οποία κρεμούσαν τα κυπριά. Στο κάτω μέρος της σκάλιζαν μια υποδοχή που εφάρμοζε πάνω σε ένα κοντάρι κατά προτίμηση από ξύλο κρανιάς με μικρό πάχος, που επέτρεπε το σείσιμο της σανίδας και των κουδουνιών ταυτόχρονα. Απαιτούνταν και ένα καλάθι που και αυτό ήταν δυσεύρετο στο Παλαιοχώρι.
Τρείς μέρες πιο πριν εντείνονταν οι προετοιμασίες των παιδιών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την τελευταία στιγμή έσπαγε η συμφωνία και άλλαζαν τα ζευγάρια.
Εκαναν λοιπόν πρόβες στα τραγούδια, έπρεπε να τα ξέρουν όλα, για να αντιμετωπίσουν κάθε απαίτηση. Δεν ήταν και λίγα τα τραγούδια που έπρεπε να ξέρουν. Το τελευταίο βράδυ το δίδυμο κοιμόταν στο ίδιο σπίτι, για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος το πρωί-οι αποστάσεις στο Παλαιοχώρι ήταν πάντα μεγάλες- για να εκπονηθούν τα τελευταία σχέδια και να γίνουν τα όνειρα από κοινού.
Κρεμούσαν λοιπόν από τη σανίδα τα κυπριά, κατά προτίμηση με διπλή γλώσσα, για να είναι πιο γλυκός και πιο δυνατός ο ήχος. Το καλάθι στολίζονταν απαραίτητα με δάφνη, μπορούσε να έχει όμως άνθη κερασιάς, αχλαδιάς, κουτσουπιάς, θύμιζε επιτάφιο. Ενα σημείο τριβής ήταν πάντα το ποιος θα κρατάει τα κυπριά .
Το καλάθι ήταν λιγότερο τιμητικό. Πριν ακόμη χαράξει η μέρα το ζευγάρι ξεκινάει το οδοιπορικό του. Πρέπει να περάσει από όλα τα νοικοκυριά του χωριού. Να πάει στα τέσσερα σημεία του χωριού και του ορίζοντα (Γιαλί, Ρίγανη, Αγρίδι, Φκας, Βίνιτσα, Μαυρέσης)με ό,τι συνεπάγεται αυτό, δηλ ατέλειωτο ποδαρόδρομο από το πρωί μέχρι το βράδι. Και είχε να αντιμετωπίζει και τον ανταγωνισμό των άλλων ζευγαριών.
Αφού το ζευγάρι λοιπόν πλησιάσει το σπίτι, χτυπάει τα κυπριά, για προειδοποίηση, στη συνέχεια καλημερίζει και εύχεται για την ημέρα. Ζητά να του δώσουν παραγγελία το τραγούδι που θέλει ο νοικοκύρης. Λέγεται το τραγούδι του Λαζάρου( σήμερα είναι η έγερση) ή του Χριστού(σήμερα μαύρος ουρανός) και μετά τα επαινετικά τραγούδια ή μόνον κάποιο από τα επαινετικά.
Αν στο σπίτι υπήρχε ανύπανδρο κορίτσι λέγονταν το τραγούδι(φίον-φίον όμορφη),για το παληκάρι του σπιτιού λέγονταν το (παληκαρίτσι μ όμορφο), για τον αφέντη του σπιτιού το (αφέντη-αφεντάκη μου),για το παιδί της σχολικής ηλικίας λέγονταν το (ένας μικρός μικρούτσικος, μικρός και χαιδεμένος), ενώ για τα βρέφη λέγονταν το (ένας μικρός μικρούτσικος μικρός στη σαρμανίτσα), για την Παναγία το (κάτω στο Δαφνοπόταμο),για τον ξενητεμένο το (ξενιτεμένο μου πουλί),για το νοικοκύρη (σε αυτό το σπίτι το ψηλό).
Υπήρχε επίσης και τραγούδι για τον παπά. Υπήρχε και τραγούδι για τη νοικοκυρά που θα έδιωχνε τα παιδιά(κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά σκαφιδομ…) Απειλούσαν τα παιδιά στις συζητήσεις τους, μέσα στην παιδική τους αφέλεια ότι θα το πούν, ποτέ δεν χρειάστηκε, γιατί οι πόρτες όλων ήταν πάντα ανοιχτές.
Το κέρασμα ήταν το έθιμο να είναι ή αυγά άβαφα ή χρήματα, συνήθως πενηνταράκι ή δραχμή, σπάνια δίφραγκο. Τα χρήματα ή τα αβγά τοποθετούσε στο καλάθι ο ίδιος ο νοικοκύρης. Αυτή ήταν η διαδικασία.
Μόλις συγκεντρώναμε από μια δραχμή τρέχαμε να την εξαργυρώσουμε αγοράζοντας χαλβά στο χάνι στην Τρίκα στον μπαρμπα Γ. Μπότη ή στη Σαλατούρα στο μπάρμπα Γ. Ποτσίκα.ή στη Βίνιτσα στο μπάρμπα Β. Ποτσίκα.
Ηταν και αυτό ένα όνειρο που μπορούσε να εκπληρωθεί εκείνη την ημέρα. Οργώναμε λοιπόν όλο το χωριό. Ορισμένοι μερικές φορές πήγαιναν, αν είχαν συγγενείς και σε διπλανά χωριά, Κράψη, Ποτιστικά, Προσήλιο.
Οταν κατάκοποι κάναμε τον απολογισμό συνήθως αναλογούσαν στον καθένα 15 αυγά –που θα βάφονταν κόκκινα για τη Λαμπρή και 7-8 δραχμές.
Ο Λάζαρος «ήταν αντρική υπόθεση» .Υπήρχαν όμως και κάποια τολμηρά κορίτσια (πχ Ελένη Ποτσίκα-Ντόκα )που έλεγε το Λάζαρο με τον αδελφό της Κώστα.
Τα Λαζαρούδια ήταν ένα μεγάλο γεγονός για τον μικρόκοσμο του χωριού μας. Και έτσι έχει καταγραφή στη θύμηση μας. Ζήσαμε τη ζωή μας έχοντας κρατήσει μέσα μας ,σε όλες τις ηλικίες, τα παιδιά που ήμασταν. Το Σάββατο του Λαζάρου ήταν ένα προανάκρουσμα της μεγάλης Γιορτής.
Η περίπτωση του Λάζαρου είναι πιο ανθρώπινη από τη θεϊκή ανάσταση του Χριστού, για αυτό ο λαός μας την πρόσεξε ιδιαίτερα. Για αυτό κάνουμε και εμείς αυτή την προσπάθεια να μη ξεχάσουμε ούτε τα γεγονότα ούτε αυτά τα τραγούδια.
(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το ιστολόγιο Παλαιοχώρι Συρράκου)
- Η φωτογραφία από το: Ημερολόγιο 2009 Ήπειρος Πέτρινος μόχθος, πικρή ξενητιά Εκδόσεις Μεταίχμιο-

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

ΠΟΥ ΜΕ ΒΙΑ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΗ ΓΗ








Ύμνος εις την Ελευθερίαν
(οι πρώτες στροφές του ποιήματος)

Μονοτονικό σύστημα

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πει.
Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Πολυτονικό σύστημα (Όπως έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός)

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κ' ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πῇ.
Ἄργιε νὰ 'λθῃ ἐκείνη ἡ 'μέρα,
καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τἄσκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

ΣΧΕΤΙΚΑ Εθνικός Ύμνος στη Βικιπαίδεια

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009