Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Πιλάτω παρίσταται


ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ
Πιλάτω παρίσταται…

Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, καθηγητού Α.Π.Θ.

Κεντρικό πρόσωπο του Θείου Πάθους υπήρξε αναμφίβολα ο Πόντιος Πιλάτος. Πρόκειται για το ρωμαίο Έπαχο της Ιουδαίας (26-36 μ.Χ.), ο οποίος προέστη της δίκης του Ιησού και διέταξε τη σταύρωσή του. Σύμφωνα με την παράδοση ανήκε στην τάξη των ιππέων και προερχόταν από το Σαμνιτικό γένος των Ποντίων. Ακολούθησε πολιτική, που προκάλεσε την εχθρότητα των Ιουδαίων, επειδή πρόσβαλε το θρησκευτικό τους αίσθημα. Αναφέρεται ότι οι Σαμαρείτες έκαναν αναφορά εναντίον του στο στρατιωτικό διοικητή της Συρίας Βιτέλλιο, ύστερα από επίθεσή του εναντίον τους στο όρος Γαριζίν (36 μ.Χ.). Για όλους αυτούς τους λόγους πήρε εντολή να επιστρέψει στη Ρώμη για να δικασθεί. Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένη παράδοση του δ’ αι. ο Πιλάτος αυτοκτόνησε το 39 μ.Χ..
Στο διάστημα της θητείας του ως Ρωμαίου επάρχου της Ιουδαίας είχε ως έδρα την παραλιακή Καισάρεια της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων ιουδαϊκών γιορτών ή όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες το απαιτούσαν πήγαινε στα Ιεροσόλυμα για την καταστολή ή πρόληψη ταραχών. Έμενε κοντά στο ναό του Σολομώντος, στο Φρούριο Αντώνια, όπου ήταν το Δικαστικό Μέγαρο, που ονομαζόταν Πραιτώριο.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων η στάση του Πιλάτου απέναντι στο Χριστό παίχθηκε στις εξής φάσεις:

1. Ο Πιλάτος στρέφεται στους Φαρισαίους και τους ρωτάει «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» (Ιωαν. ιη’, 29-30), για να πάρει την απάντηση «ει μη ήν ούτος κακοποιός, ουκ αν σοι παρεδώκαμεν αυτόν». (Ιωάν. ιη’, 30). Η ανταπάντηση του Πιλάτου ήταν «λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν» (Ιωάν. ιη’, 32). Έτσι διαμορφώνονται δύο κατηγορίες εναντίον του Ιησού. Η πρώτη ότι υποκίνησε επανάσταση του λαού και η δεύτερη ότι ισχυριζόταν ότι είναι επίγειος βασιλεύς.
2. Ο Πιλάτος ρωτάει ειρωνικά το Χριστό αν είναι βασιλεύς των Ιουδαίων. Ο Ιησούς απαντά «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν. ιη’ 36) και «εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιωάν. ιη’ 37). Στη συνέχεια ο Πιλάτος στρέφεται στο λαό λέγοντας «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ» (Ιωάν. ιη’ 39). Ο λαός, όμως, ξεσπάει σε κατηγορίες εναντίον του Ιησού.

3. Ο Πιλάτος εκμεταλλεύεται τη συνήθεια απονομής χάριτος σε Εβραίο κατάδικο κατά τη γιορτή του εβραϊκού Πάσχα για να αθωώσει τον Ιησού. Στις φυλακές υπήρχε ο γνωστός κατάδικος Βαραββάς, ο οποίος σε κάποια επανάσταση στα Ιεροσόλυμα είχε διαπράξει φόνο. Τη στιγμή κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν συγκεντρωθεί, τους ρώτησε ο Πιλάτος. «Τι να θέλετε απολύσω υμίν; Βαραββάν ή Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν;» (Ματθ. κζ’, 18). Ενώ βρισκόταν στο βήμα κάποιος τον πληροφορεί για το όνειρο της γυναίκας του Κλαυδίας, η οποία παρακαλεί τον άνδρα της να φανεί ευμενής προς τον Ιησού, γιατί πολλά υπέφερε στο όνειρό της την περασμένη νύχτα εξαιτίας του. Στο ερώτημα του Πιλάτου «τίνα θέλετε από τον δύο απολύσω υμίν;» (Ματθ. κζ’, 21) ο λαός ζητεί την απόλυση του Βαραββά. Στο ερώτημα «τι ουν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν;» (Ματθ. κζ’, 22) η απάντηση ήταν «σταυρωθήτω» (Ματθ. κζ’, 24).

4. Ο Πιλάτος, βλέποντας ότι δεν γίνεται τίποτε, πλένει τα χέρια του και λέγει στο λαό «αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε» (Ματθ. κζ’, 25), για να πάρει την απάντηση «το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. κζ’, 26).

5. Ο Πιλάτος φθάνει στην τελική απόφαση. Απέλυσε για χάρη του λαού τον Βαραββά, «τον δε Ιησού φραγγελώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή» (Ματθ. κζ’, 26).

Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Πιλάτου ήταν η δειλία και ο καιροσκοπισμός.
Αν και είχε την απόλυτη εξουσία να αθωώσει ή να θανατώσει τον Ιησού, υποχώρησε στις κραυγές του όχλου και δεν έκανε αυτό που του επέβαλλε το χρέος. Αν και έξι φορές ομολόγησε την αθωότητα του Ιησού, η δειλία του έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να συμβουλεύεται εκείνους, τους οποίους όφειλε να διατάζει. Κάμφθηκε από τους θορύβους του όχλου και «παρέδωκεν αυτόν ίνα σταυρωθή» (Ματθ. κζ’, 26).
Δυστυχώς, όμως, οι Πιλάτοι δεν έλλειψαν ποτέ από τις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι όλοι εκείνοι που θυσιάζουν την αλήθεια στην καιρική σκοπιμότητα. Εκείνοι που κανονίζουν τη στάση τους σε πρόσωπα και γεγονότα όχι με τις επιταγές της συνειδήσεως, αλλά της σκοπιμότητας. Εκείνοι που λένε όχι τι είναι αντικειμενικά σωστό, αλλά ό,τι φαίνεται υποκειμενικά συμφέρον.
Τον Πιλάτο μιμούνται: οι ισχυροί της γης, που ρυθμίζουν τη ζωή και την πολιτική τους ανάλογα με τα συμφέροντά τους, γι’ αυτό ανέχονται και επιβραβεύουν την αδικία σε βάρος κρατών και λαών. Όσοι βλέπουν την αδικία και σιωπούν. Όσοι αναγνωρίζουν το δίκαιο και δεν το υποστηρίζουν. Όσοι θυσιάζουν τα πάντα για να κρατηθούν στη θέση τους. Όσοι κάνουν «στραβά μάτια» στις διάφορες παρανομίες της καθημερινής πρακτικής.
Η ανθρωπότητα σήμερα δεν έχει ανάγκη από Πιλάτους, αλλά από ανθρώπους ακέραιους και ειλικρινείς με καθαρές θέσεις και συνέπεια ζωής. Από ανθρώπους ολοκληρωμένους, που θα σηκώσουν πάνω τους το βάρος της παράλυτης σημερινής κοινωνίας, και θα αγωνισθούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη, την παγκόσμια ειρήνη και το σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Ο θούριος του Ρήγα Φεραίου



Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.

Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.