Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Η μαγίστρα και το παρακράτος της Θεσσαλονίκης, σκότωσαν τον Λαμπράκη - 22 Μάη 1963


Το βράδυ της 22 Μαΐου 1963 ο Λαμπράκης μίλησε σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Πριν ακόμα η εκδήλωση ξεκινήσει, πλήθος παρακρατικών και αστυνομικών με πολιτικά είχαν καταλάβει τα γειτονικά πεζοδρόμια, κραυγάζοντας συνθήματα και προπηλακίζοντας όσους προσέρχονταν στην αίθουσα για να πάρουν μέρος σε αυτή. Άλλοι αστυνομικοί, ένστολοι, αν και παρόντες σε μεγάλο αριθμό δεν λάμβαναν κανένα μέτρο για την απώθηση των παρακρατικών, παρά τις διαμαρτυρίες των οργανωτών και του ίδιου του Λαμπράκη, ενός μέλους δηλαδή του ελληνικού κοινοβουλίου. Μάλιστα, ένας παρακρατικός κατόρθωσε να χτυπήσει το Λαμπράκη στο κεφάλι με ρόπαλο κατά την είσοδό του στην αίθουσα της εκδήλωσης, τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Σοβαρά, αντίθετα, τραυματίστηκε από τους ανεξέλεγκτους διαδηλωτές ο έτερος παρών αριστερός βουλευτής, Γιώργος Τσαρουχάς.

Με την ολοκλήρωση της εκδήλωσης, ο Λαμπράκης εγκατέλειψε την αίθουσα με πρόθεση να κατευθυνθεί σε κοντινό ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει. Τον ακολούθησαν μόνο δύο σύντροφοί του, καθώς η αστυνομία απέκλεισε το κοινό της εκδήλωσης στο εσωτερικό της αίθουσας, απαγορεύοντας προσωρινά την έξοδο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Ελ. Βενιζέλου και παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε αποκλείσει όλους τους δρόμους, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά, πλησίασε το Λαμπράκη με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έριξε στο έδαφος. Κανείς αστυνομικός δεν κινήθηκε για να εμποδίσει το τρίκυκλο πριν το χτύπημα, να συλλάβει τον οδηγό του μετά, ή ακόμα και να βοηθήσει τον αιμόφυρτο Λαμπράκη. Όπως αποδείχτηκε, το θύμα είχε δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι από μεταλλικό αντικείμενο.

Το πιθανότερο είναι ότι οι δράστες της επίθεσης θα είχαν διαφύγει ανενόχλητοι, αν ένας παριστάμενος Θεσσαλονικιός, ο πλασιέ Μανόλης Χατζηαποστόλου (με το παρατσούκλι «Τίγρης») δεν είχε πηδήσει αστραπιαία στην καρότσα του τρίκυκλου. Για ένα περίπου χιλιόμετρο το τρίκυκλο έτρεχε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης χωρίς κανένα αστυνομικό ή άλλο όχημα να το καταδιώκει. Ο Χατζηαποστόλου εξουδετέρωσε μετά από σκληρή πάλη το μοναδικό επιβάτη της καρότσας, Μανόλη Εμμανουηλίδη (ήταν αυτός που είχε καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα στο Λαμπράκη) και κατόπιν υποχρέωσε τον οδηγό Σπύρο Γκοτζαμάνη να σταματήσει. Ακολούθησε νέα πάλη αυτή τη φορά ανάμεσα στον Χατζηαποστόλου και τον Γκοτζαμάνη, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός αστυνομικός, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ σε κωματώδη κατάσταση από την οποία δεν εξήλθε ποτέ. Πέθανε τέσσερις μέρες αργότερα.

Ανακρίσεις
Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας. Το κλίμα ήταν τεταμένο και την κηδεία του Λαμπράκη στην Αθήνα παρακολούθησε πλήθος 500.000 ανθρώπων, φωνάζοντας συνθήματα κατά της δολοφονίας.

Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τον εισαγγελέα Δημήτριο Παπαντωνίου, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα της πανίσχυρης χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, όπως οι Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, Κωνσταντίνος Δόλκας και άλλοι οι οποίοι παραπέμφθηκαν για παράβαση καθήκοντος. Στους ηθικούς αυτουργούς συμπεριλαμβανόταν ο πρόεδρος της παρακρατικής οργάνωσης στην οποία ανήκε ο Γκοτζαμάνης, Ξενοφών Γιοσμάς (που, λόγω της δράσης του στην κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλείται συχνά κοροϊδευτικά "Φον Γιοσμάς") και ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, διοικητής του αστυνομικού τμήματος Τούμπας. Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών» ο οποίος την ημέρα του εγκλήματος (σύμφωνα με μαρτυρία του Εμμανουηλίδη και άλλων) είχε μιλήσει σε συγκέντρωση παρακρατικών στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, δίνοντας οδηγίες για την «αντισυγκέντρωση» και τονίζοντας ότι «απόψε στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.

Σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις έπαιξε και η μαχητική έρευνα και αρθρογραφία τριών δημοσιογράφων που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το θέμα: Του Γιώργου Ρωμαίου του Βήματος (μετέπειτα υπουργού του ΠΑΣΟΚ), Γιάννη Βούλτεψη της Αυγής και Γιώργου Μπέρτσου (της τότε μεγάλης σε κυκλοφορία Ελευθερίας των Αθηνών).


Πολιτικές επιπτώσεις
Η κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή της αστυνομίας, ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα (11 Ιουνίου 1963). Σχηματίστηκε άμεσα νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη, μετέπειτα υπουργό εξωτερικών της χούντας. Το Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής, διαλύοντας κάθε αμφιβολία στην κοινή γνώμη για την εμπλοκή κράτους και παρακρατικών στη δολοφονία Λαμπράκη. Το Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές τις οποίες κέρδισε με μικρή διαφορα από την ΕΡΕ η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Η δίκη των φυσικών και ηθικών αυτουργών έγινε το 1966 σε πολύ διαφορετικό πολιτικό κλίμα. Η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου είχε πέσει με τα Ιουλιανά και η πλειοψηφία της βουλής (ΕΡΕ και βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που την είχαν εγκαταλείψει) στήριζε κυβέρνηση υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο. Παρά την εισαγγελική πρόταση (εισαγγελέας έδρας ο Παύλος Δελαπόρτας), οι ένορκοι έκριναν ομόφωνα αθώους τους περισσότερους από τους σημαντικούς κατηγορούμενους, βρίσκοντας ένοχους μόνο τους δύο φυσικούς αυτουργούς και τον Φον Γιοσμά. Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας είχε ζητήσει την ενοχή των ανώτατων αξιωματικών, λέγοντας: «Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»

Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής εκτοπίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 1967 στα Γιούρα ενώ και ο ανακριτής Σαρτζετάκης συνελήφθη και φυλακίστηκε για μήνες. Το 1985 όμως εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
ΠΗΓΗ: Βικιπεδια Γρηγόρης Λαμπράκης








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου