Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Μπανταλά κι ξουπαρμένα. Μη στενοχωράς τ' μαμά, σε γιαννιώτκη διάλεκτο.

ΖOΟM... στην Hπειρωτική παράδοση

Γράφει: Κούλα Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη

Έρχονταν τα χαμπέρια απʼ όξω και τα τσανάκια με τις πίτες...

Μεγάλωσε η Τουλίτσα τς Πίπς, είχε μπει και σε μια δημόσια υπηρεσία, κι ήταν μια χαρά κοπέλα, καλόκαρδη κι όμορφη… αλλά μπαντάλω…
Ότʼ έλεγε η μαμά, πάει, σκόλασε, ήταν νόμος και θρησκεία… Μεταξύ τους, από τότε που ζιούσε ακόμα η κυραμάνα, είχαν βγάλει το συμπέρασμα,… πως η Ξανθίππη ήταν η εξυπνότερη γυναίκα που υπήρχε…
Ήταν, ποιος είπε όχι αφού είχε καταφέρει να ορκίζονται οι θυγατέρες της… στʼ όνομά της… ενώ ο κόσμος όλος είχε πάρει χαμπάρ, τι σιαϊτάνης ήταν… και κουμπώνονταν στις κουβέντες τους σαν ήταν μπροστά η Ξανθίππη η σκασμένη… Όσο περνούσε ο καιρός όλο και λιγότερο βλέπαμαν την Πίπʼ.
Είχε εγκατασταθεί για τα καλά… όξω!..
Αγροτική ζωή και το μέγα έλεος… Μʼ αρέει… μʼ αρέει, μας έλεγε όταν έμπαινε μέσα σε ώρα ανάγκης.
Εδώ κάθονταν οι κοπέλες, η μία δούλευε κι η άλλη τελείωνε γυμνάσιο, και τα κατάφερναν μια χαρά μοναχές τους, ήταν.. νʼκουκυρώνες ονομαστές… τις είχαν ψήσει η κυραμανούλα τους κι η μανούλα τους…
Πολλές φορές φωνάζαμαν για μισμέρ… Τς τσιούπρις και μάθαμαν πως η Τουλίτσα μας είχε αίσθημα όξω… στο χωριό δηλαδή… Ήταν ένα καλό παιδί… απʼ αλλού, ήταν δάσκαλος στο χωριό και συμπάθησε πολύ την Τουλίτσα… και σαν πάντρευαν την αδερφή τους… ίσια, θʼ αρραβώνιαζαν… χαρήκαμαν πως να το πούμε… Αλλά μας έζωσαν και τα φίδια, όταν μας είπε το μπανταλό η Τουλίτσα – πως η …μαμά, συμπαθεί πολύ τον Παύλο και τον φροντίζει καλύτερα από τη μάνα του… Αμάν… είπαμαν…
Έβγαιναν όξω οι τσιούπρις, τις Κυριακές… πήγαινε ο Παυλάκης στο χωριό του, να δει τα γονκά του, κι ήταν όλα καλά. Ο.Κ. που λέν στο Αμέρικα…
Εδώ, στα Γιάννινα, είχε ένα εμπορικό κι ο μεγαλύτερος αδερφός του Παύλου και το δούλευε με όρεξη… Κι ήταν κι ομορφόπαιδο… κι ολίγον τι… λέρα, που λέγαμαν εδώ.
Εδώ, στο μαγαζί της λέρας, έρχονταν όλα τα χαμπέρια κι οι παραγγελίες και τα καλάθια …απʼ όξω! Έστελνε η μαμά απʼ όλα τα καλά, στις τσιούπρες εδώ… Ψωμί ζυμωτό, κότες έτοιμες για μαγείρεμα, αβγά, πατάτες, λάχανα, όσπρια, τυρί, τραχανά, γκδώνια… όλα τα καλά, κάθε εποχής…
Όταν έστελνε εκείνες τις μοσκόπιτες τις διάφορες… έγραφε και στο σημείωμα «δώστε στο παιδί, το τσιανακούλι…» Που πήγαινε να πει… να πάει η Τουλίτσα στο εμπορικάκι το εμαγέ σκεύος, με ξεχωριστή πίτα… για τη λέρα τον αδερφό!.. Η μαμά, αγγάρευε κάποιον χωριανό που έμπαινε μέσα με λεωφορείο της γραμμής – ΙΧ δεν είχαν ακόμα οι φτωχοί θνητοί… και του παράγγελνε να το αφήσει στο μαγαζί του αδερφού λέρα – που έπαιζε το ματάκι του προς όλες τις κατευθύνσεις… και για όλες, τις ηλικίες γυναικών (έτσι πιάνουν οι καλοί επαγγελματίες…).
Λοιπόν, πήγαιναν μια απʼ τις τσιούπρες… να δουν… αν έστειλε τίποτα η μαμά, και όταν είχαν το καλάθι με το ραμμένο πανί, για σκέπασμα… Τʼ άνοιγαν εκείγιαγια, και έβγαζαν την πίτα… του παιδιού λέρα… Το οποίο έκανε χίλιες τζιριτζαντζούλες στην Τουλίτσα – που ήταν η όμορφη… Μια μέρα, η Τουλίτσα έφαγε σε μας και μεσʼ το καταμεσήμερο, σηκώθηκε να πάει… απʼ το παιδί μην είχε στείλει η μαμά κανά καλάθ…
Τέτοια ώρα θα πας της είπα – είναι κλειστή η αγορά… «Α, ικεί κάθτι κι ου Νίκους… εχʼ κι ένα δουμάτιου του μαγαζί… κι χαλέ… κι μπʼγαδ… κι ουβουρό πίσου…»
Όπα, είπα, όπα λέω… οργανωμένος ο τσίφτης μας. Έπρεπε να πω τον λόγο μου και της τον είπα…
«Μη πας τέτοια ώρα και θα σε δουν να ρουπώνς σε μπεκιάρʼ ανθρούπο και τι άνθρωπο… και σʼ βγάλουν κανά όνουμα... και μαθʼ κι ου Παύλους…».
Και το μπανταλό μου είπε, πως της είπε η μαμάαα… τέτοια ώρα να παν!.. Θεέ και Κύριε, τό ʽκανε πάλι το θάμα της η Πίπ; Κράτησε το δάσκαλο για έχος της... και πασάριζε στον ατσίδα τον καταστηματάρχη την όμορφη μεν, αλλά χαμόρ γκασά (εβραϊκό) Τουλίτσα… Ζαλοβροντίστκαμαν οι θκιες τους όλες εδώ… και ρωτιώμασταν τι θα κάνουμε… Τι να κάνουμε… Αποφασίσαμαν να τις αφήσουμε να κόψουν το λαιμό τους… Ούτε με την Πιπʼ είχαμαν όρεξη να τα βάλουμε, ούτε τα κούτσουρά της θα παραδέχονταν ορμήνεια… Όπως ήταν φυσικό, η Τουλίτσα ονειροπάρθηκε κι άλλο, και μού ʽρχονταν να μου πει πως ου Νίκος.. της είπε έτσι, της είπε αλλιώς… και ρώταγε κι όλας… «Τί ήθελε να πει μʼ αυτό πʼμου είπε… λες να μʼ θελʼ κι αυτός… ποιον λες να πάρου;
Ποιος είνʼ καλύτερος, ου δάσκαλους ή ου έμπουρους;». Βρεθήκαμαν σε πολύ δύσκολη θέση όλες οι θκιες εδώ… Τι να πούμε; Εσείς τι θα λέγαταν; Γιʼ αυτό τις αφήσαμαν να σκυλοφαγωθούν μεταξύ τους… σαν ζήτησε ο δάσκαλος μετάθεση… κι ο έμπορας δε ματάνοιξε την πόρτα μεσημέργιάτκα στη ξώπαρμα την Τουλίτσα… Του Παύλου, του κόπηκε βέβαια και το Τσιανακούλι με την πίτα, αλλά ξεσάλωσε η Ξανθίππη η λάμια..
Έβγαλε άλλη φάμπρικα… «Μʼ κρένουν τς τσιούπρις…». Ποιος σου τις κρένει; (που θα πει… κουτσομπολεύουν) ρωτούσαμαν εμείς με δίκαια απορία, γιατί πράγματι κανένας δεν είχε χεστεί να νοιαστεί για της Ξανθίππης τα κατορθώματα προς το παρόν βέβαια.
Δεν έφτανε η Ξανθίππη να κλαίγεται που της παίρνουν στα στόματά τους… τις κοπέλες της… άρχισαν κι οι μπανταλές το ίδιο τροπάριο! Μας κρένουν τʼμαμά… Λέγαμαν, ματαλέγαμαν εμείς πως δεν ακούσαμαν τίπουτα!.. Τίποτα αυτές… έβγαλαν τα μάτια τς μοναχές τς!.. Πες, πες αυτές… άρχισαν να ρωτάν κάποιοι ορεξάτοι... και κάτι μαθεύτηκε, δηλαδή πως: ο καψοδάσκαλος – το καλό παιδί – είχε βρει το μπελιά του... από την ίσως πενθερά του κιαρατά… Όλο μʼ ένα τσιανάκι στο χέρι… πήγαινε το κάτιτί… στο παιδί!..
Όλο κάτι ρούχα απλωμένα… του παιδιού, είχε στου σκνί!.. Όλο κάτι να ξιτʼνάξ τα σκʼτια τʼ πιδιού, και να κουβαλίσʼ ξύλα για τʼσόμπα... κι όλο τέτοια μπανταλά και ξουπαρμένα… είναι να μη τα κρίνʼ ο κοσμάκης του χωριού;
Με τι να διαβεί η έρμʼ η μέρα; Και τούτος εδώ ο μορφονιός δεν θʼ άνοιγε το στοματάκι τʼ να πει στον αδερφούλη τʼ …Την Κυριακή που αντάμωναν στο πατρικό τους… πως.. η Τσιούπρα που είχε στο νου τʼ και για καλό σκοπό, ο δάσκαλος αδερφός… κόπιαζε τα μεσʼμέρια που ήταν κλειστή η αγορά... και ξεκολιμό δεν είχε… ως που άνοιγε η αγορά, και παραπέρα ακόμα;
Έτσι κάπως θα ήταν τα πράγματα και πάει το ευτυχές γεγονός που καρτεράγαμαν όλοι μας… καλόκαρδα γιατί θέλαμαν να ξεφύγουν κάπως από τον κλοιό της λάμιας… Σιγά μην ξέφευγαν τα κούτσουρα…
Η Φανίτσα, σαν σκόλασε το Λύκειο, πήγε στην Αθήνα στο θείο τους.. να μάθει τέχνη, δεν τα ʽπαιρνε και πολύ τα έρμα τα γράμματα.
Εκεί γνωρίστηκε με τα Κόμματα – μʼ ένα καλό και χʼσο παιδί απʼ τα μέρη μας… Κι έκαναν όνειρα για έναν βίο ανθόσπαρτο στα Γιάννινα.. μαζί με τη μαμά!!! Μαμά άκουγε ο Δήμος και μαμά νόμιζε κάποια σαν τη δική του την αγιόψʼχ..! Όσο κράτησε η μνηστεία τους… κράταγε κι η Ξανθίππη το στόμα της κλειστό… και μάζευε ράμματα για τη γούνα του – κατά πως λέμε…
Ξέρετε εκείνο το μουσελέ... που ρώτησαν το λαγό που τον έγδερναν… «Τι σού ʽμελλε να πάθεις καψωλαγέ.. πως είσαι; πονάς;…» κι ο λαγός απάντησε
«από σώγαμπρος… καλύτερα είμαι…». Γδάρσιμο κανονικό από την Πίπʼ, περίμενε το φτωχό κι ήσυχο και φιλότιμο και κουλτουριάρικο και άτυχο παλικάρι.. Και το ζώο η Φανίτσα ένα μονάχα είχε να του πει… «Μη στενοχωράς τʼ μαμά…»
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου