Γράφει ο Κώστας Μητρόπουλος, ο περίφημος γελοιογράφος ΤΩΝ ΝΕΩΝ, για τα σκίτσα του, που άφησαν ιστορία, και τις περιπέτειες του με τους απριλιανούς λογοκριτές σε αφιέρωμα των ΝΕΩΝ, πριν δυο χρόνια, για τα σαράντα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Είχαν ανοίξει τα καινούργια κρασιά στις ταβέρνες. Έκανα μια σειρά από ταβερνόβιους. Σ’ ένα σκίτσο απ’ αυτά είχα μια μαμά που μάζευε τον αχαΐρευτο γιο της από το κουτούκι της γειτονιάς.
Αυτός είχε χωθεί κάτω απ’ το τραπέζι αλλά φαίνονταν τα πόδια του.
Η μαμά τα είχε δει και του φώναζε.
--Θοδωράκη, βγες έξω!
Χαρά στο εύρημα, βέβαια.
Την άλλη μέρα σπάσανε τα τηλέφωνα!
--Μπράβο, μπράβο, συγχαρητήρια!
--Για ποιο λόγο;
--Για το σημερινό σκίτσο!
--Το σκίτσο, τι;
--Ελάτε τώρα! Όλος ο κόσμος κατάλαβε ότι λέτε! Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη! Έπεσε κεραυνός!
Εγώ μισοπεθαμένος – είχαμε και μικρό παιδί τότε – σούρθηκα μέχρι «ΤΑ ΝΕΑ» όπου με κοιτούσαν σαν ούφο!
Ο Νίτσος (ο Διευθυντής των ΝΕΩΝ) είχε νευριάσει.
--Γιατί δεν μου είπες, τι θα έκανες με ρώτησε.
Εξηγούσα ότι έγινε τυχαία. Ότι έγραψα Θοδωράκη αντί για Θανασάκη, Γιωργάκη ή Νικολάκη εντελώς συμπτωματικά.
Κανένας δεν με πίστευε!
Φάγαμε ένα φοβερό κατσάδιασμα από τη Γραμματεία Τύπου της χούντας, αλλά επειδή κι αυτοί είχαν μπλέξει με τους ανωτέρους τους, το πράγμα έμεινε εκεί. Ο Νίτσος όμως το’ πιασε.
--Πότε - πότε κάνε κάνα τέτοιο, αλλά λέγε το! Μου πρότεινε.
Σκίτσα δισυπόστατα όμως δύσκολα περνάγανε από τους αξιωματικούς.
Τα Σαββατοκύριακα όμως όταν αυτοί την κάνανε, αφήνανε φαντάρους στην υπηρεσία και τότε όλο και κάτι γινόταν.
Είχαν ανοίξει τα καινούργια κρασιά στις ταβέρνες. Έκανα μια σειρά από ταβερνόβιους. Σ’ ένα σκίτσο απ’ αυτά είχα μια μαμά που μάζευε τον αχαΐρευτο γιο της από το κουτούκι της γειτονιάς.
Αυτός είχε χωθεί κάτω απ’ το τραπέζι αλλά φαίνονταν τα πόδια του.
Η μαμά τα είχε δει και του φώναζε.
--Θοδωράκη, βγες έξω!
Χαρά στο εύρημα, βέβαια.
Την άλλη μέρα σπάσανε τα τηλέφωνα!
--Μπράβο, μπράβο, συγχαρητήρια!
--Για ποιο λόγο;
--Για το σημερινό σκίτσο!
--Το σκίτσο, τι;
--Ελάτε τώρα! Όλος ο κόσμος κατάλαβε ότι λέτε! Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη! Έπεσε κεραυνός!
Εγώ μισοπεθαμένος – είχαμε και μικρό παιδί τότε – σούρθηκα μέχρι «ΤΑ ΝΕΑ» όπου με κοιτούσαν σαν ούφο!
Ο Νίτσος (ο Διευθυντής των ΝΕΩΝ) είχε νευριάσει.
--Γιατί δεν μου είπες, τι θα έκανες με ρώτησε.
Εξηγούσα ότι έγινε τυχαία. Ότι έγραψα Θοδωράκη αντί για Θανασάκη, Γιωργάκη ή Νικολάκη εντελώς συμπτωματικά.
Κανένας δεν με πίστευε!
Φάγαμε ένα φοβερό κατσάδιασμα από τη Γραμματεία Τύπου της χούντας, αλλά επειδή κι αυτοί είχαν μπλέξει με τους ανωτέρους τους, το πράγμα έμεινε εκεί. Ο Νίτσος όμως το’ πιασε.
--Πότε - πότε κάνε κάνα τέτοιο, αλλά λέγε το! Μου πρότεινε.
Σκίτσα δισυπόστατα όμως δύσκολα περνάγανε από τους αξιωματικούς.
Τα Σαββατοκύριακα όμως όταν αυτοί την κάνανε, αφήνανε φαντάρους στην υπηρεσία και τότε όλο και κάτι γινόταν.
Πέρασε ο καιρός με λιγότερες ή περισσότερες αγριάδες αλλά το μεγάλο καλαμπούρι έγινε με το σκίτσο του Ποέρ, το καλοκαίρι του ΄69.
Ο Ποέρ ήταν πρόεδρος Δημοκρατίας στη Γαλλία και είχε πει ότι οι Γκωλικοί μύριζαν φασισμό! Έκανα ένα σκίτσο στο οποίο δυο άτομα σχολίαζαν με αφέλεια.
--Ε, βέβαια, μέχρι εδώ μυρίζει!
Τότε στην λογοκρισία ήταν ένας βαθμοφόρος αθυρόστομος και βαρύς. Τηλεφώνησε στην εφημερίδα πρωί πρωί ο ίδιος!
--Στείλτε μου αυτόν τον εξυπνάκια, εδώ.
Πήγα Ζαλοκώστα με άσχημα προαισθήματα. Έρημος διάδρομος. Στο βάθος το καφενείο, σε μια τρύπα. Περίμενα όρθιος μισή ώρα. Ανοίγει μια πόρτα, ένας φαντάρος μου κάνει νόημα.
Μπαίνω σ’ ένα τεράστιο, μισοσκότεινο δωμάτιο. Στο γραφείο ένας τύπος σκέτος Χάρος. Απόλυτη σιωπή για δύο λεπτά. Κρατά την εφημερίδα στα χέρια, δείχνει τη γελοιογραφία και αρχίζει να ουρλιάζει. Με μια φωνή καμπάνα.
--Τι μυρίζει μέχρι εδώ ρε; Ρωτάω ρε, τι μυρίζει; ΤΙ ΜΥ-ΡΙ-ΖΕΙ, ΡΕ;
Και τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπάζει το κεφάλι του ο καφετζής και λέει:
--Ο καφές κύριε ταγματάρχα! Μου φούσκωσε και χύθηκε! Πράγματι, ο όροφος μύριζε καφέ. Έγινε το σώσε!
Έπεσε ένα υστερικό γέλιο που περιλάμβανε και τον ταγματάρχη.
--Άντε στο διάολο ρε μαλάκα! Λέει στον καφετζή και μετά γυρίζει και σε μένα.
--Και συ ρε! Αντέστε στο διάολο όλοι σας!
Βέβαια, έγινα καπνός.
Ο Ποέρ ήταν πρόεδρος Δημοκρατίας στη Γαλλία και είχε πει ότι οι Γκωλικοί μύριζαν φασισμό! Έκανα ένα σκίτσο στο οποίο δυο άτομα σχολίαζαν με αφέλεια.
--Ε, βέβαια, μέχρι εδώ μυρίζει!
Τότε στην λογοκρισία ήταν ένας βαθμοφόρος αθυρόστομος και βαρύς. Τηλεφώνησε στην εφημερίδα πρωί πρωί ο ίδιος!
--Στείλτε μου αυτόν τον εξυπνάκια, εδώ.
Πήγα Ζαλοκώστα με άσχημα προαισθήματα. Έρημος διάδρομος. Στο βάθος το καφενείο, σε μια τρύπα. Περίμενα όρθιος μισή ώρα. Ανοίγει μια πόρτα, ένας φαντάρος μου κάνει νόημα.
Μπαίνω σ’ ένα τεράστιο, μισοσκότεινο δωμάτιο. Στο γραφείο ένας τύπος σκέτος Χάρος. Απόλυτη σιωπή για δύο λεπτά. Κρατά την εφημερίδα στα χέρια, δείχνει τη γελοιογραφία και αρχίζει να ουρλιάζει. Με μια φωνή καμπάνα.
--Τι μυρίζει μέχρι εδώ ρε; Ρωτάω ρε, τι μυρίζει; ΤΙ ΜΥ-ΡΙ-ΖΕΙ, ΡΕ;
Και τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπάζει το κεφάλι του ο καφετζής και λέει:
--Ο καφές κύριε ταγματάρχα! Μου φούσκωσε και χύθηκε! Πράγματι, ο όροφος μύριζε καφέ. Έγινε το σώσε!
Έπεσε ένα υστερικό γέλιο που περιλάμβανε και τον ταγματάρχη.
--Άντε στο διάολο ρε μαλάκα! Λέει στον καφετζή και μετά γυρίζει και σε μένα.
--Και συ ρε! Αντέστε στο διάολο όλοι σας!
Βέβαια, έγινα καπνός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου