ΙΗΣΟΥΣ
Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας
βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι’ άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.
Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου
πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες!
πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου:
δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι’ οι Σταυρωτήδες.
Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι’ ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου
κι’ όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος :
Είσαι, δεν είσαι γυιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...
Αθήνα, 1929
(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα e giannena)
Γράφει ο Πέτρος Αποστολίδης στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ 1900-1969
για τον Γιοσέφ Ελιγιά.
....Τον πρωτογνώρισα στο κρατητήριο. Τον είχαν βάλει στην αρχή στο υπόγειο και ύστερα από ενέργειες του Κωσταντινίδη τον ανέβασαν στο υποφερτό δωμάτιο μαζί μας.
Ανάστημα μέτριο, κάπως παχουλός, πρόσωπο συμπαθητικό, μυωπία ούτε ξέρω πόσων διοπτριών, τα γυαλιά του χοντροί φακοί.
Κάποια μέρα, στη μέση της οδού Αβέρωφ, κάποιος μπράβος τον χτύπησε στο πρόσωπο και του έσπασε τα γυαλιά, όταν τον ρωτήσαμε αν είδε εκείνον που τον χτύπησε, είπε όχι, δεν έβλεπε είκοσι πόντους μακρύτερα απ’ τη μύτη του.
Εντελώς τυχαία, το Σεπτέμβριο του 1981, ο γιός μου Τάτσης συζητώντας με τον Κώστα Φρόντζο, Πρόεδρο της Εταιρίας Ηπειρωτικών μελετών, για τον Γιοσέφ, άκουσε τούτο: «Τον θυμάμαι, τον καημένο, στην οδό Αβέρωφ, είδαμε και πάθαμε να τον βγάλουμε από τα χέρια του Γιωργουλάκη».
Ο μπράβος λοιπόν ήταν ο τότε υπασπιστής του Φρουραρχείου Γιωργουλάκης.
Στο ντύσιμό του ήταν ασουλούπωτος, σακάκι, πανταλόνι και πανωφόρι κρέμονταν απάνω του, προφανώς ήταν ξένα. Ζούσε με τη γριά μάνα του με μηδαμινούς πόρους.
Τέλειωσε το εβραϊκό σχολειό, την Αλιάνς, αριστούχος –όλα τα μαθήματα διδάσκοταν στη γαλλική – και διορίστηκε δάσκαλος εκεί με μικρό μισθό.
Ο Σαμπεθάι Καμπελής, ο πλουσιότερος τότε έμπορος στα Γιάννενα, εγγράμματος και πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας και των Σιωνιστών, τον προσέλαβε γραμματέα στην οργάνωση και όπως τον έβλεπε εργατικό, τον προόριζε για μελλοντικό του διάδοχο στην προεδρία. Αυτός όμως, πνεύμα φιλελεύθερο κι ανήσυχο, γρήγορα διαφώνησε με τις υπερσοβινιστικές τους ιδέες και αποσύρθηκε.
Ήταν η αρχή της δυσμένειας που εξελίχθη και σε καταδίωξη.
Του Γιοσέφ ήταν και με την υπογραφή του τα ποιήματα, δικά του και μεταφρασμένα, που δημοσιεύονταν στον «Νέον Αγώνα» και γι’ αυτό δέχτηκε τη γροθιά στο πρόσωπο. Ένα από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, μου θύμιζε κάπως και τη δική μου αιχμαλωσία στην Τουρκία. «Καθίσαμε στην όχθη στο ποτάμι κάτω από τις ιτιές, θυμηθήκαμε τη Σιών, ξεκρεμάσαμε τις λύρες μας, τραγουδήσαμε και κλάψαμε για τη χαμένη Σιών.»
Ένα άλλο δικό του που άρχιζε:
«Φαρισαίοι, σκυφτοί προσευχηθείτε,
το βιός είναι καλά σιγουρεμένο…»
-Πως το εμπνεύστηκες αυτό, μωρέ Γιοσέφ;, τον ρωτώ.
- Από τη Συναγωγή. Βλέπεις εκεί όλους αυτούς τους Μπατήσιδες, τους Καμπελήδες, τους Μαρκάδους και τους άλλους σπεκουλάντες, που ολημερίς κατακλέβουν τον κόσμο στο παζάρι, να κάθονται εδώ σκυφτοί και τάχα συντριμμένοι και με μια πετσέτα στο λαιμό και στο κεφάλι να κουνιούνται μπρος πίσω στο ρυθμό των ύμνων.
Ήταν αγαθότατος και απλούστατος στα φερσίματά του.
Καμιά επίδειξη και περηφάνια, μόλο που ήταν φανερή η μεγάλη του μόρφωση και η ικανότητα του.
Από το λιτότατο φαγητό που του’ φερνε η μάνα του στο κρατητήριο, αν και σίγουρα θα φρόντιζε η καημένη να του φκιάξει κάτι το εκλεκτό, φιανόταν η μεγάλη τους φτώχεια.
Ερχόταν καμιά φορά συζήτηση σχετικά με τα κηρύγματα του Χριστού κι εμείς σ΄εκείνο «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι….» αντιδρούσαμε, επενέβαινε ο Γιοσέφ:
--Σε μένα η προσωπικότητα του Χριστού είναι εξαιρετικά συμπαθής. Όταν ένας τόσο νέος άνθρωπος προσφέρει αδιαμαρτύρητα τη ζωή του για τις ιδέες του, αυτός είναι πραγματικός, είναι αγνός επαναστάτης, τον θαυμάζω.
Είναι γνωστό το ωραίο ποίημά του:
«Δεν ξέρω αν είσαι γιός Θεού,
αλλά είσαι Θεός του πόνου»
Ύστερα από τον θάνατό του, μια ομάδα διανοούμενοι νεαροί Εβραίοι έβγαλαν μια συλλογή με ποιήματά του. Δεν υπήρχε όμως εκεί κανένα από τα επαναστατικά του ποιήματα. Τα παιδιά φοβήθηκαν να τα βάλουν στη συλλογή, αλλά ούτε μια άλλη που βγήκε αργότερα είχε κανένα. Χαθήκαν;
Ο Γιοσέφ μέχρι το θάνατό του ήταν προοδευτικός, αριστερός. Για να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο του Κιλκίς, άκουσα ότι αναγκάστηκε να κάνει κάποια αβαρία. Βρισκόταν τότε μαζί με τη μάνα του εντελώς στο δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Έστειλε τότε ένα γράμμα στους φίλους του και τους έγραφε : «Θέλω να ξέρετε ότι η ψυχή μου είναι πάντα μαζί σας».
Κι ένα δικό του: Είχε επιβληθεί δια νόμου η Κυριακή αργία.
Πριν οι χριστιανοί είχαν αργία την Κυριακή και οι Εβραίοι το Σάββατο. Τις Κυριακές όμως οι Εβραίοι έκανα περισσότερη δουλειά, τότε ευκαιρούσαν οι χωρικοί κι έρχονταν για ψώνια στην πόλη.
Με το νέο μέτρο οι Εβραίοι μαγαζάτορες δυσανασχετούσαν και γκρίνιαζαν, έχαναν τον τζίρο της Κυριακής, αλλά είχαν και αργία το Σάββατο.
Ο πρώτος Εβραίος έμπορος που άνοιξε το Σάββατο ήταν κάποιος Κοφίνας, που είχε μεγάλο κατάστημα ψιλικών. Μαζεύτηκε τότε έξω από το κατάστημά του όλη η Οβριακή, να φωνάζουν, να τον απειλούν και να τον βρίζουν.
Βγήκε κι εκείνος στην πόρτα και τους λέει: «Αν πληρώνετε εσείς τα γραμμάτια μου, τότε κλείνω κι εγώ το Σάββατο». Καμιά φορά σταμάτησαν και γύρισαν προς τα σπίτια τους. Έτυχε να περνάει κι ο Γιοσέφ απ΄ εκεί και μπερδεύτηκε μαζί τους. Τους ρωτάει:
-Μωρέ, δε μου λέτε, γιατί οι Ρωμιοί γιορτάζουν την Κυριακή;
-Να για το Χριστό τους.
-Κι αυτός ο Χριστός ήταν Ρωμιός;
-Όχι, Εβραίος ήταν.
-Ε, τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί φωνάζετε. Αντί να το θεωρείτε τιμή σας που αυτοί οι ξένοι τιμούν τόσο έναν Εβραίο ώστε κρατούν αργία μια μέρα τη βδομάδα, διαμαρτύρεστε κιόλας…
Από τότε οι Εβραίοι έμποροι δεν ήθελαν να τον δουν. Τον καταδίωξαν σκληρά και για τα τσουχτερά του λόγια, αλλά και γιατί φοβόντουσαν μην τους χαρακτηρίσουν κι αυτούς κομμουνιστές, επειδή ήταν ομόφυλοί του.
Τον έπαψαν από δάσκαλο στην «Αλιάνς». Λίγες ιδιωτικές παραδόσεις που είχε στα σπίτια σε παιδιά Εβραίων αλλά και χριστιανών, τις έκοψαν κι αυτές. Τον στέρησαν έτσι από κάθε πόρο ζωής.
Πήρε τη γριά μάνα του κι έφυγε στην Αθήνα. Ο Μάρκος Αυγέρης και άλλοι διανοούμενοι και λογοτέχνες, που εκτιμούσαν την αξία του, τον βοήθησαν και κατάφεραν να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο Κιλκίς. Εκεί αρρώστησε από τύφο, τον μετάφεραν βαριά άρρωστο στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα και πέθανε.
Σχετικά: 1) Εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών.
2) Γιοσέφ Ελιγιά στο Πολιτικό Καφενείο.
Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας
βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι’ άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει.
Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου
πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες!
πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου:
δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι’ οι Σταυρωτήδες.
Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι’ ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου
κι’ όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος :
Είσαι, δεν είσαι γυιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!...
Αθήνα, 1929
(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα e giannena)
Γράφει ο Πέτρος Αποστολίδης στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ 1900-1969
για τον Γιοσέφ Ελιγιά.
....Τον πρωτογνώρισα στο κρατητήριο. Τον είχαν βάλει στην αρχή στο υπόγειο και ύστερα από ενέργειες του Κωσταντινίδη τον ανέβασαν στο υποφερτό δωμάτιο μαζί μας.
Ανάστημα μέτριο, κάπως παχουλός, πρόσωπο συμπαθητικό, μυωπία ούτε ξέρω πόσων διοπτριών, τα γυαλιά του χοντροί φακοί.
Κάποια μέρα, στη μέση της οδού Αβέρωφ, κάποιος μπράβος τον χτύπησε στο πρόσωπο και του έσπασε τα γυαλιά, όταν τον ρωτήσαμε αν είδε εκείνον που τον χτύπησε, είπε όχι, δεν έβλεπε είκοσι πόντους μακρύτερα απ’ τη μύτη του.
Εντελώς τυχαία, το Σεπτέμβριο του 1981, ο γιός μου Τάτσης συζητώντας με τον Κώστα Φρόντζο, Πρόεδρο της Εταιρίας Ηπειρωτικών μελετών, για τον Γιοσέφ, άκουσε τούτο: «Τον θυμάμαι, τον καημένο, στην οδό Αβέρωφ, είδαμε και πάθαμε να τον βγάλουμε από τα χέρια του Γιωργουλάκη».
Ο μπράβος λοιπόν ήταν ο τότε υπασπιστής του Φρουραρχείου Γιωργουλάκης.
Στο ντύσιμό του ήταν ασουλούπωτος, σακάκι, πανταλόνι και πανωφόρι κρέμονταν απάνω του, προφανώς ήταν ξένα. Ζούσε με τη γριά μάνα του με μηδαμινούς πόρους.
Τέλειωσε το εβραϊκό σχολειό, την Αλιάνς, αριστούχος –όλα τα μαθήματα διδάσκοταν στη γαλλική – και διορίστηκε δάσκαλος εκεί με μικρό μισθό.
Ο Σαμπεθάι Καμπελής, ο πλουσιότερος τότε έμπορος στα Γιάννενα, εγγράμματος και πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας και των Σιωνιστών, τον προσέλαβε γραμματέα στην οργάνωση και όπως τον έβλεπε εργατικό, τον προόριζε για μελλοντικό του διάδοχο στην προεδρία. Αυτός όμως, πνεύμα φιλελεύθερο κι ανήσυχο, γρήγορα διαφώνησε με τις υπερσοβινιστικές τους ιδέες και αποσύρθηκε.
Ήταν η αρχή της δυσμένειας που εξελίχθη και σε καταδίωξη.
Του Γιοσέφ ήταν και με την υπογραφή του τα ποιήματα, δικά του και μεταφρασμένα, που δημοσιεύονταν στον «Νέον Αγώνα» και γι’ αυτό δέχτηκε τη γροθιά στο πρόσωπο. Ένα από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, μου θύμιζε κάπως και τη δική μου αιχμαλωσία στην Τουρκία. «Καθίσαμε στην όχθη στο ποτάμι κάτω από τις ιτιές, θυμηθήκαμε τη Σιών, ξεκρεμάσαμε τις λύρες μας, τραγουδήσαμε και κλάψαμε για τη χαμένη Σιών.»
Ένα άλλο δικό του που άρχιζε:
«Φαρισαίοι, σκυφτοί προσευχηθείτε,
το βιός είναι καλά σιγουρεμένο…»
-Πως το εμπνεύστηκες αυτό, μωρέ Γιοσέφ;, τον ρωτώ.
- Από τη Συναγωγή. Βλέπεις εκεί όλους αυτούς τους Μπατήσιδες, τους Καμπελήδες, τους Μαρκάδους και τους άλλους σπεκουλάντες, που ολημερίς κατακλέβουν τον κόσμο στο παζάρι, να κάθονται εδώ σκυφτοί και τάχα συντριμμένοι και με μια πετσέτα στο λαιμό και στο κεφάλι να κουνιούνται μπρος πίσω στο ρυθμό των ύμνων.
Ήταν αγαθότατος και απλούστατος στα φερσίματά του.
Καμιά επίδειξη και περηφάνια, μόλο που ήταν φανερή η μεγάλη του μόρφωση και η ικανότητα του.
Από το λιτότατο φαγητό που του’ φερνε η μάνα του στο κρατητήριο, αν και σίγουρα θα φρόντιζε η καημένη να του φκιάξει κάτι το εκλεκτό, φιανόταν η μεγάλη τους φτώχεια.
Ερχόταν καμιά φορά συζήτηση σχετικά με τα κηρύγματα του Χριστού κι εμείς σ΄εκείνο «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι….» αντιδρούσαμε, επενέβαινε ο Γιοσέφ:
--Σε μένα η προσωπικότητα του Χριστού είναι εξαιρετικά συμπαθής. Όταν ένας τόσο νέος άνθρωπος προσφέρει αδιαμαρτύρητα τη ζωή του για τις ιδέες του, αυτός είναι πραγματικός, είναι αγνός επαναστάτης, τον θαυμάζω.
Είναι γνωστό το ωραίο ποίημά του:
«Δεν ξέρω αν είσαι γιός Θεού,
αλλά είσαι Θεός του πόνου»
Ύστερα από τον θάνατό του, μια ομάδα διανοούμενοι νεαροί Εβραίοι έβγαλαν μια συλλογή με ποιήματά του. Δεν υπήρχε όμως εκεί κανένα από τα επαναστατικά του ποιήματα. Τα παιδιά φοβήθηκαν να τα βάλουν στη συλλογή, αλλά ούτε μια άλλη που βγήκε αργότερα είχε κανένα. Χαθήκαν;
Ο Γιοσέφ μέχρι το θάνατό του ήταν προοδευτικός, αριστερός. Για να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο του Κιλκίς, άκουσα ότι αναγκάστηκε να κάνει κάποια αβαρία. Βρισκόταν τότε μαζί με τη μάνα του εντελώς στο δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Έστειλε τότε ένα γράμμα στους φίλους του και τους έγραφε : «Θέλω να ξέρετε ότι η ψυχή μου είναι πάντα μαζί σας».
Κι ένα δικό του: Είχε επιβληθεί δια νόμου η Κυριακή αργία.
Πριν οι χριστιανοί είχαν αργία την Κυριακή και οι Εβραίοι το Σάββατο. Τις Κυριακές όμως οι Εβραίοι έκανα περισσότερη δουλειά, τότε ευκαιρούσαν οι χωρικοί κι έρχονταν για ψώνια στην πόλη.
Με το νέο μέτρο οι Εβραίοι μαγαζάτορες δυσανασχετούσαν και γκρίνιαζαν, έχαναν τον τζίρο της Κυριακής, αλλά είχαν και αργία το Σάββατο.
Ο πρώτος Εβραίος έμπορος που άνοιξε το Σάββατο ήταν κάποιος Κοφίνας, που είχε μεγάλο κατάστημα ψιλικών. Μαζεύτηκε τότε έξω από το κατάστημά του όλη η Οβριακή, να φωνάζουν, να τον απειλούν και να τον βρίζουν.
Βγήκε κι εκείνος στην πόρτα και τους λέει: «Αν πληρώνετε εσείς τα γραμμάτια μου, τότε κλείνω κι εγώ το Σάββατο». Καμιά φορά σταμάτησαν και γύρισαν προς τα σπίτια τους. Έτυχε να περνάει κι ο Γιοσέφ απ΄ εκεί και μπερδεύτηκε μαζί τους. Τους ρωτάει:
-Μωρέ, δε μου λέτε, γιατί οι Ρωμιοί γιορτάζουν την Κυριακή;
-Να για το Χριστό τους.
-Κι αυτός ο Χριστός ήταν Ρωμιός;
-Όχι, Εβραίος ήταν.
-Ε, τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί φωνάζετε. Αντί να το θεωρείτε τιμή σας που αυτοί οι ξένοι τιμούν τόσο έναν Εβραίο ώστε κρατούν αργία μια μέρα τη βδομάδα, διαμαρτύρεστε κιόλας…
Από τότε οι Εβραίοι έμποροι δεν ήθελαν να τον δουν. Τον καταδίωξαν σκληρά και για τα τσουχτερά του λόγια, αλλά και γιατί φοβόντουσαν μην τους χαρακτηρίσουν κι αυτούς κομμουνιστές, επειδή ήταν ομόφυλοί του.
Τον έπαψαν από δάσκαλο στην «Αλιάνς». Λίγες ιδιωτικές παραδόσεις που είχε στα σπίτια σε παιδιά Εβραίων αλλά και χριστιανών, τις έκοψαν κι αυτές. Τον στέρησαν έτσι από κάθε πόρο ζωής.
Πήρε τη γριά μάνα του κι έφυγε στην Αθήνα. Ο Μάρκος Αυγέρης και άλλοι διανοούμενοι και λογοτέχνες, που εκτιμούσαν την αξία του, τον βοήθησαν και κατάφεραν να διοριστεί καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο Κιλκίς. Εκεί αρρώστησε από τύφο, τον μετάφεραν βαριά άρρωστο στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα και πέθανε.
Σχετικά: 1) Εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών.
2) Γιοσέφ Ελιγιά στο Πολιτικό Καφενείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου